- Λεύκτρων
- Λεῦκτρονneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σκέδασος — Γνωστός πολίτης των Λεύκτρων. Οι κόρες του βιάστηκαν από Λακεδαιμόνιους και αυτοκτόνησαν. Σύμφωνα με μια λαϊκή παράδοση, στο σημείο που θάφτηκαν, οι Λακεδαιμόνιοι έμελλε να πάθουν συμφορά, η οποία τελικά συνέβη στη μάχη των Λεύκτρων (371 π.Χ.),… … Dictionary of Greek
Μινύαι — Αρχαίος ελληνικός λαός της Βοιωτίας γύρω από τον Ορχομενό, φορέας ενός πολύ αναπτυγμένου πολιτισμού κατά τη μυκηναϊκή περίοδο (θολωτός τάφος του Μινύα στον Ορχομενό, έργα στη λίμνη της Κωπαΐδας). Ο Παυσανίας κάνει λόγο για Μ. στον Ορχομενό κατά… … Dictionary of Greek
μηλέα — Ονομασία δεκαεπτά οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 800 μ., 80 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 93 χλμ. ΒΑ της πόλης του Μεσολογγίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek
Αγησίπολις — Όνομα τριών βασιλιάδων της Σπάρτης. 1. Α. Α’ (; 381 π.Χ.). Διαδέχθηκε ανήλικος τον πατέρα του Παυσανία το 395 π.Χ. Το 388 ή 387 π.Χ. εισέβαλε στην Αργολίδα και το 385 κατέλαβε τη Μαντίνεια. Πέθανε πολιορκώντας την Όλυνθο το 381. 2. Α. B’ (; 370 π … Dictionary of Greek
Δασέα ή Δασέας — Αρχαία πόλη της Αρκαδίας, στον δρόμο από τη Μεγαλόπολη προς το ιερό της Δεσποίνης, στη Λυκοσούρα. Κατά τον Παυσανία, είχε χτιστεί από τον Αρκάδα ήρωα Δασεάτα, γιο του Λυκάονα. Μετά τη μάχη των Λεύκτρων, οι κάτοικοί της την εγκατέλειψαν και… … Dictionary of Greek
Δείνων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Λακεδαιμόνιος πολεμιστής που σκοτώθηκε στη μάχη των Λεύκτρων (371 π.Χ.). 2. Δ. ο Κολοφώνιος (μέσα 4ου αι. π.Χ.). Ιστορικός. Συνέχισε τα Περσικά του Κτησίου έως την εποχή του Αρταξέρξη του Ώχου. Ορισμένα κεφάλαια του… … Dictionary of Greek
Ελαιοχώρι — Ονομασία εννέα οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 45 κάτ.) του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μενιδίου. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 39 κάτ.) της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
Ηλεία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή και νομός (2.681 τ. χλμ., 193.288 κάτ.) της βορειοδυτικής Πελοποννήσου που υπάγεται στην περιφέρεια Δυτικής Ελλάδος. Συνορεύει Β με τον νομό Αχαΐας, Α με τον νομό Αρκαδίας, Ν με τον νομό Μεσσηνίας και Δ βρέχεται από το … Dictionary of Greek
Θεσπιές — I Αρχαία πόλη της Βοιωτίας. Βρισκόταν περίπου 15 χλμ. ΝΔ της Θήβας. Σε αυτήν υπάγονταν και οι βοιωτικές πόλεις Άσκρη, Λεύκτρα, Κερησσός και Κρεύσις, επίνειο των Θ. στον Κορινθιακό. Η πόλη πήρε την ονομασία της από τον ομώνυμο γιο του Ερεχθέα και… … Dictionary of Greek